- ένθετος
- -η, -ο (AM ἔνθετος, -ον) [εντίθημι]αυτός που έχει τοποθετηθεί, παρεμβληθεί, ενταχθεί κάπουνεοελλ.1. ναυτ. «ένθετοι λέμβοι» — οι βάρκες που τοποθετούνται πάνω στο κατάστρωμα τού πλοίου σε αντιδιαστολή με τις «κρεμαστές»2. (οδοντ.) «ένθετα δόντια» — τεχνητά δόντια που εμβάλλονται και στερεώνονται στις διατηρούμενες ρίζες κατεστραμμένων δοντιών3. (οδοντ.) το ουδ. ως ουσ. το ένθετο(ν)χυτό μεταλλικό σφράγισμα που τοποθετείται μέσα στην οδοντική κοιλότητα, για να τήν εμφράξει και να αποκατασταθεί έτσι η ανατομική μορφή τού δοντιού4. το ουδ. ως ουσ. (γραφικές τεχν.) το ένθετο(ν)εικόνα παρένθετη σε βιβλίο, εκτός κειμένου, όρτεξτμσν.δεκτόςαρχ.1. (για δέντρα) μπολιασμένος2. εμβόλιμος.
Dictionary of Greek. 2013.